- τεκτόναρχος
- τεκτόν-αρχος, ον, of a Muse,A chief of the builders of verse, S.Fr. 159.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τεκτόναρχος — chief of the builders of verse masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεκτόναρχος — ον, Α αρχιτέκτων, δημιουργός («τεκτόναρχος Μοῡσα», Σοφ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < τέκτων, ονος + αρχος*] … Dictionary of Greek
τεκτονουργός — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) «ἀρχιτέκτων». [ΕΤΥΜΟΛ. < τέκτων, ονος + ουργός (< ἔργον*), αν δεν πρόκειται για εσφ. γρφ. αντί τεκτόναρχος] … Dictionary of Greek